υποσκελισμός

υποσκελισμός
ο / ὑποσκελισμός, ΝΜΑ [ὑποσκελίζω]
η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού υποσκελίζω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • υποσκελισμός — ο 1. η τρικλοποδιά. 2. μτφ., ο παραγκωνισμός, η παραγκώνιση με πλάγια μέσα: Με υποσκελισμό άλλων συναδέλφων του πήρε την προαγωγή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὑποσκελισμοῦ — ὑποσκελισμός tripping up masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποσκελισμόν — ὑποσκελισμός tripping up masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραγκωνισμός — ο παραμερισμός, υποσκελισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < παραγκωνίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Άγγ. Βλάχου] …   Dictionary of Greek

  • παραμέρισμα — το [παραμερίζω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού παραμερίζω 2. μτφ. υποσκελισμός, παραγκωνισμός …   Dictionary of Greek

  • πεδίκλωμα — και περδίκλωμα ή περδούκλωμα, το [πεδικλώνω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού πεδικλώνω, τρικλοποδιά, υποσκελισμός …   Dictionary of Greek

  • πτέρνισμα — (I) το, Ν βλ. φτέρνισμα. (II) τὸ, Μ [πτερνίζω] υποσκελισμός, εκτόπισμα με τέχνασμα ή με δόλο, πτερνισμός …   Dictionary of Greek

  • πτερνισμός — (I) ο, Ν [πτερνίζομαι] το φτέρνισμα. (II) ὁ, ΜΑ [πτερνίζω] χτύπημα με τη φτέρνα, κλοτσιά αρχ. 1. υποσκελισμός με τέχνασμα ή με δόλο 2. δολιότητα, πανουργία, επιβουλή …   Dictionary of Greek

  • σκέλισμα — ίσματος, τὸ, ΜΑ μσν. υποσκελισμός, πεδίκλωμα αρχ. (κατά τον Ησύχ.) «τὸ ἀείμνημα». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πρέπει να θεωρηθεί μάλλον εσφ.] …   Dictionary of Greek

  • σκελισμός — ὁ, ΜΑ [σκελίζω] 1. υποσκελισμός, πεδίκλωμα 2. ενέδρα, δόλος 3. επιβουλή …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”